νεκροσκοπικός

νεκροσκοπικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροσκοπία ή στον νεκροσκόπο.
επίρρ...
νεκροσκοπικώς και -ά- από νεκροσκοπική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεκροσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροσκοπία: Νεκροσκοπική εξέταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”